- γιατρικό
- τοτο φάρμακο: Του έδωσε ένα γιατρικό για το στομαχόπονο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γιατρικό — το βλ. γιατρικός … Dictionary of Greek
The Best (Despina Vandi album) — The Best Greatest hits album by Despina Vandi Released December 2001 Recorded 1994 2001 … Wikipedia
Dance (Despina Vandi album) — Dance Compilation album by Despina Vandi Released September 20, 2004 … Wikipedia
Singles (Despina Vandi album) — Singles Compilation album by Despina Vandi Released December 12, 2006 … Wikipedia
Despina Vandi (album) — Despina Vandi Δέσποινα Βανδή Compilation album by Despina Vandi Released 2005 Recorded 1994 2000 Genre Laïka … Wikipedia
άκεσμα — ἄκεσμα ( ατος), το (Α) [ἀκέομαι] 1. θεραπευτικό μέσο, γιατρικό «ἐπὶ δ ἕλκεϊ λυγρῷ φάρμακ ἀκέσματ ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων» (Όμ. Ο 394) 2. θεραπεία, γιατριά (Πίνδ. Πυθ. 5, 86 Αισχ. Προμ. 482) … Dictionary of Greek
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek
άφθαστος — και άφταστος, η, ο 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να φθάσει ή να προλάβει κανείς λόγω της ταχύτητάς του 2. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φθάσει λόγω του ύψους («άστρο άφταστο») 3. (για καρπούς που μαζεύονται με τα χέρια) ο αμάζευτος 4.… … Dictionary of Greek
αλαλκτήριον — ἀλαλκτήριον, το (Μ) [ἄλαλκε] θεραπευτικό μέσο, φάρμακο γιατρικό … Dictionary of Greek
αλθεστήριον — ἀλθεστήριον, το (Α) φάρμακο, γιατρικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παθ. αορ. (ἀλθεσθῆναι) τού ρημ. ἀλθαίνω + κατάλ. τήριον με αναλογική επίδραση λ. όπως χαριστήρια* ἱλαστήριον*] … Dictionary of Greek